- τριάρι
- το, Ν1. ποσό τριών μονάδων2. τρεις δραχμές3. χαρτί τής τράπουλας που έχει τρεις φορές το γνώρισμα τού είδους του («τριάρι κούπα»)4. διαμέρισμα τριών δωματίων5. η πλευρά τού ζαριού που έχει τρία στίγματα6. στον πληθ. τα τριάριαοι τριάρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρία + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. τεσσ-άρι)].
Dictionary of Greek. 2013.